τιμίου

τιμίου
τίμιος
valued
masc/neut gen sg
τίμιος
valued
masc/fem/neut gen sg
τιμιόω
hold in honour
pres imperat act 2nd sg
τιμιόω
hold in honour
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τιμίου Προδρόμου, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια. 1. Γορτυνίας. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Αρκαδίας, NA της Δημητσάνας, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλόπολης. Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στο 1167, ενώ άλλη… …   Dictionary of Greek

  • Αδελφών Τιμίου Σταυρού, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στην Αγία Παρασκευή της Αττικής. Στο μοναστήρι λειτουργεί φροντιστήριο ξένων γλωσσών και γηροκομείο. Ιδρύθηκε το 1939 και ανήκει στην Καθολική Εκκλησία …   Dictionary of Greek

  • Σταυρού Τιμίου Θεολογική Σχολή — θεολογική σχολή που ιδρύθηκε το 1855 στα χρόνια του πατριάρχη Ιεροσολύμων ΚύρΛλου B’ (1845 1872) στη μονή Σταυρού των Ιεροσολύμων. Η μονή, χτισμένη από τον Ιβηρα ηγεμόνα Τατιανό, έχει μεγάλη εκκλησία διακοσμημένη με ιβηρικές ενεπίγραφες… …   Dictionary of Greek

  • Монастырь святого Иоанна Крестителя (Серре) — православный храм Монастырь святого Иоанна Крестителя греч. Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών …   Википедия

  • ИОАННА ПРЕДТЕЧИ СКИТ — [греч. Τιμίου Προδρόμου Σκήτη, ῾Ιερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Πιερίων, Σκήτη Βέροιας], мон рь, муж., действующий, принадлежит Веррийской, Наусской и Камбанийской митрополии Элладской Православной Церкви, расположен в 10 км от г. Верия (средневек.… …   Православная энциклопедия

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • Μεθόδιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Πατάρων (τέλη 3ου αι.). Ήταν αρχιερέας, πλατωνικός φιλόσοφος, σφοδρός αντίπαλος του Ωριγένη και σημαντικός ποιητής. Έγραψε το Συμπόσιον των δέκα παρθένων ή περί αγνείας. Είναι γνωστός ως… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βυζαντινό Πεδουλά (Κύπρου) — Λειτουργεί από το 1999 σε μια αίθουσα του παλαιού δημοτικού σχολείου του χωριού, λίγα μόνο μέτρα από το βυζαντινό κατάγραφο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (15ος αι.), που είναι μία από τις εννέα εκκλησίες της Κύπρου που περιλαμβάνονται στον κατάλογο… …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βυζαντινό Λευκωσίας (Κύπρου) — Το μουσείο στεγάζεται στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού). Η ιδέα του Πνευματικού Κέντρου ανήκει στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Άρχισε να χτίζεται, υπό την επίβλεψή του, το 1972, και έπειτα από πολλές καθυστερήσεις, λόγω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”