Τιμίου Προδρόμου, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια. 1. Γορτυνίας. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Αρκαδίας, NA της Δημητσάνας, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλόπολης. Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στο 1167, ενώ άλλη… … Dictionary of Greek
Αδελφών Τιμίου Σταυρού, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στην Αγία Παρασκευή της Αττικής. Στο μοναστήρι λειτουργεί φροντιστήριο ξένων γλωσσών και γηροκομείο. Ιδρύθηκε το 1939 και ανήκει στην Καθολική Εκκλησία … Dictionary of Greek
Σταυρού Τιμίου Θεολογική Σχολή — θεολογική σχολή που ιδρύθηκε το 1855 στα χρόνια του πατριάρχη Ιεροσολύμων ΚύρΛλου B’ (1845 1872) στη μονή Σταυρού των Ιεροσολύμων. Η μονή, χτισμένη από τον Ιβηρα ηγεμόνα Τατιανό, έχει μεγάλη εκκλησία διακοσμημένη με ιβηρικές ενεπίγραφες… … Dictionary of Greek
Монастырь святого Иоанна Крестителя (Серре) — православный храм Монастырь святого Иоанна Крестителя греч. Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών … Википедия
ИОАННА ПРЕДТЕЧИ СКИТ — [греч. Τιμίου Προδρόμου Σκήτη, ῾Ιερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Πιερίων, Σκήτη Βέροιας], мон рь, муж., действующий, принадлежит Веррийской, Наусской и Камбанийской митрополии Элладской Православной Церкви, расположен в 10 км от г. Верия (средневек.… … Православная энциклопедия
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek
Μεθόδιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Πατάρων (τέλη 3ου αι.). Ήταν αρχιερέας, πλατωνικός φιλόσοφος, σφοδρός αντίπαλος του Ωριγένη και σημαντικός ποιητής. Έγραψε το Συμπόσιον των δέκα παρθένων ή περί αγνείας. Είναι γνωστός ως… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό Πεδουλά (Κύπρου) — Λειτουργεί από το 1999 σε μια αίθουσα του παλαιού δημοτικού σχολείου του χωριού, λίγα μόνο μέτρα από το βυζαντινό κατάγραφο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (15ος αι.), που είναι μία από τις εννέα εκκλησίες της Κύπρου που περιλαμβάνονται στον κατάλογο… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό Λευκωσίας (Κύπρου) — Το μουσείο στεγάζεται στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού). Η ιδέα του Πνευματικού Κέντρου ανήκει στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Άρχισε να χτίζεται, υπό την επίβλεψή του, το 1972, και έπειτα από πολλές καθυστερήσεις, λόγω… … Dictionary of Greek